αμφισβητώ

αμφισβητώ
(ε) μετ. оспаривать; заявлять своё несогласие (с чём-л.);

αμφισβητώ την κληρονομιά — оспаривать наследство;

αμφισβητώ τα λεγόμενα σου — я не согласен с тем, что ты сказал


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμφισβητώ" в других словарях:

  • αμφισβητώ — αμφισβητώ, αμφισβήτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… …   Dictionary of Greek

  • αμφισβητώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. φέρνω αντιρρήσεις, δε δέχομαι κάτι σαν βέβαιο: Ήταν ικανός να αμφισβητεί ακόμη και μια μαθηματική αλήθεια. 2. παρουσιάζω αξιώσεις για κάτι: Αμφισβητεί κι αυτός την κληρονομιά της γιαγιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφισβητῶ — ἀμφισβητέω go asunder pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφισβητέω go asunder pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίς — ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α) Ι. επίρρ. 1. και στα δύο μέρη 2. ολόγυρα 3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά 4. μεταξύ ΙΙ. πρόθ. αντί τής ἀμφί 1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα 2. όσον αφορά 3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] …   Dictionary of Greek

  • αμφιλογούμαι — ἀμφιλογοῡμαι ( έομαι) (ΑΜ) [ἀμφίλογος] αντιλέγω, αμφισβητώ, φιλονικώ ο Ησύχ. παραδίδει και ενεργ. ἀμφιλογῶ με την ίδια σημασία …   Dictionary of Greek

  • αμφισβήτημα — ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ] 1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα 2. επιχείρημα, ισχυρισμός …   Dictionary of Greek

  • αμφισβήτηση — η (Α ἀμφισβήτησις) 1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία αρχ. 1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα 2. αφορμή για φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ. ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αμφισβήτητος — ἀμφισβήτητος, ον (Α) [ἀμφισβητῶ] αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»